εκθετικός

εκθετικός
-ή, -ό
1. που ανήκει ή αναφέρεται στην έκθεση (βλ. λ.): Εκθετική οργάνωση.
2. (μαθ.), που χαρακτηρίζεται από τον εκθέτη (βλ. λ.): Εκθετική συνάρτηση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐκθετικός — expository masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκθετικός — ή, ό (AM ἐκθετικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έκθεση, περιγραφικός νεοελλ. αυτός που χαρακτηρίζεται από εκθέτη αρχ. εκφραστικός, περιγραφικός …   Dictionary of Greek

  • ἐκθετικόν — ἐκθετικός expository masc acc sg ἐκθετικός expository neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκθετικοῦ — ἐκθετικός expository masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκθετικῆς — ἐκθετικός expository fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκθετική — ἐκθετικός expository fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκθετικήν — ἐκθετικός expository fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκθετικῶς — ἐκθετικός expository adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”